- εννεάμηνος
- και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνεςνεοελλ.1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηναμνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατοαρχ.(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη τού έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).επίρρ...ἐννεαμήνως (Μ)μέσα σε εννέα μήνες.
Dictionary of Greek. 2013.